χαριεντίζομαι

χαριεντίζομαι
ΝΜΑ [χαρίεις, -εντος]
1. συμπεριφέρομαι πρόσχαρα, με χάρη
2. αστειεύομαι με χάρη, λέω χαριτωμένα αστεία
νεοελλ.
ερωτοτροπώ, φλερτάρω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαριεντίζομαι — χαριεντίζομαι, χαριεντίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαριεντίζομαι — χαριεντίστηκα, συμπεριφέρομαι με χάρη, παίζω, φλερτάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαριεντιζομένων — χαριεντίζομαι to be witty pres part mp fem gen pl χαριεντίζομαι to be witty pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριεντιζόμενον — χαριεντίζομαι to be witty pres part mp masc acc sg χαριεντίζομαι to be witty pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριεντίζῃ — χαριεντίζομαι to be witty pres subj mp 2nd sg χαριεντίζομαι to be witty pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερωτοπαίζω — χαριεντίζομαι με ερωτική διάθεση …   Dictionary of Greek

  • κεχαριέντισται — χαριεντίζομαι to be witty perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριεντιζομένη — χαριεντίζομαι to be witty pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριεντιζομένην — χαριεντίζομαι to be witty pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριεντιζομένου — χαριεντίζομαι to be witty pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”